- ρινοδακρυϊκός
- -ή, -ό, Ν1. ανατ. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη μύτη και τα δάκρυα2. φρ. «ρινοδακρυϊκός πόρος» — υμενώδης πόρος μήκους 2,50 περίπου εκατοστομέτρων, ο οποίος πορεύεται στον ομώνυμο οστέινο πόρο, εκτείνεται από τον δακρυϊκό ασκό κάθε ματιού ώς τον κάτω ρινικό πόρο τής σύστοιχης ρινικής θαλάμης και μεταφέρει τα δάκρυα.
Dictionary of Greek. 2013.