ρινοδακρυϊκός

ρινοδακρυϊκός
-ή, -ό, Ν
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη μύτη και τα δάκρυα
2. φρ. «ρινοδακρυϊκός πόρος» — υμενώδης πόρος μήκους 2,50 περίπου εκατοστομέτρων, ο οποίος πορεύεται στον ομώνυμο οστέινο πόρο, εκτείνεται από τον δακρυϊκό ασκό κάθε ματιού ώς τον κάτω ρινικό πόρο τής σύστοιχης ρινικής θαλάμης και μεταφέρει τα δάκρυα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”